- χολοῦμαι
- χολάωto be full of black bilepres ind mp 1st sg (attic epic doric ionic)χολόομαιangerpres ind mp 1st sgχολόωangerpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χολώνω — χολῶ, όω, ΝΜΑ, μτγν. μέσ. τ. χολώομαι Α 1. διεγείρω την οργή κάποιου, εξοργίζω κάποιον 2. (συν. το μέσ. και παθ.) χολώνομαι, χολοῡμαι, όομαι εξοργίζομαι, θυμώνω αρχ. μεταβάλλομαι σε χολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος. Ο ενεστ. χολῶ / χολοῦμαι έχει… … Dictionary of Greek
αμφιχολούμαι — ἀμφιχολοῡμαι ( έομαι) (Α) χολιάζω, οργίζομαι πολύ εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χολοῦμαι] … Dictionary of Greek
θεοχόλωτος — θεοχόλωτος, ον (Α) αυτός που έχει την οργή, τον χόλο τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + χολωτος (< χολούμαι «θυμώνω»), πρβλ. αυτο χόλωτος, ευ εκ χόλωτος] … Dictionary of Greek